- ἔρια
- ἔριονwoolneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔρι' — ἔρια , ἔριον wool neut nom/voc/acc pl ἔριο , ἔρομαι ask aor imperat mid 2nd sg (doric) ἔριο , ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (epic doric) ἔριο , ἔρομαι ask aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριουργός — ο (Α ἐριουργός, όν) ως ουσ. ο τεχνίτης που κατεργάζεται έρια, ο εργάτης εριουργείου («ἠ ἱερὰ φυλή τῶν ἐριουργῶν», επιγρ.) νεοελλ. βιομήχανος ή εργάτης μάλλινων πλεκτών ή υφασμάτων αρχ. ως επίθ. αυτός που κατεργάζεται τα έρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(… … Dictionary of Greek
στρουθίζω — ΜΑ κελαηδώ σαν σπουργίτης (αρχ) καθαρίζω έρια ή υφάσματα με στρουθειον*, με σαπουνόχορτο («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Το ρ. με τη σημ. «καθαρίζω υφάσματα» < στρούθειον] … Dictionary of Greek
Πιερία — Πῑερίᾱ , Πιερία from Pieria fem nom/voc/acc dual Πῑερίᾱ , Πιερία from Pieria fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερίας — Πῑερίᾱς , Πιερία from Pieria fem acc pl Πῑερίᾱς , Πιερία from Pieria fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερία — ἀ̱ερίᾱ , ἀέριος misty fem nom/voc/acc dual ἀ̱ερίᾱ , ἀέριος misty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερίας — ἀ̱ερίᾱς , ἀέριος misty fem acc pl ἀ̱ερίᾱς , ἀέριος misty fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέρια — ἀ̱έρια , ἀέριος misty neut nom/voc/acc pl ἀ̱έρια , ἀέριος misty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Eria (orquídea) — Eria … Wikipedia Español